- ξέκληρος
- και ξάκληρος, -η, -ο1. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος2. αυτός που έχει χάσει όλους τους απογόνους του, ξεκληρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + άκληρος, απ' όπου το ξέκληρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.